- ευφημίζω
- (Μ εὐφημίζω, Α εὐφημίζομαι) [εύφημος]λέγω για κάποιον εύφημους, επαινετικούς λόγους, επαινώ, εγκωμιάζωνεοελλ.ονομάζω κάτι κακό με ευοίωνες λέξειςμσν.ονομάζω, αναγορεύωμσν.-αρχ.ζητωκραυγάζω, επευφημώαρχ.παθ. εὐφημίζομαιμεταχειρίζομαι εύφημες, ευοίωνες λέξεις («ἡ ἀναφορὰ ὡς ἐπί τι πρόσωπον πάντως ἐσόμενον λαμβάνεται, ὅπερ εὐφημιζόμενος προληπτικῶς ἀνεφώνησεν», Απόλλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.