ευφημίζω

ευφημίζω
(Μ εὐφημίζω, Α εὐφημίζομαι) [εύφημος]
λέγω για κάποιον εύφημους, επαινετικούς λόγους, επαινώ, εγκωμιάζω
νεοελλ.
ονομάζω κάτι κακό με ευοίωνες λέξεις
μσν.
ονομάζω, αναγορεύω
μσν.-αρχ.
ζητωκραυγάζω, επευφημώ
αρχ.
παθ. εὐφημίζομαι
μεταχειρίζομαι εύφημες, ευοίωνες λέξεις («ἡ ἀναφορὰ ὡς ἐπί τι πρόσωπον πάντως ἐσόμενον λαμβάνεται, ὅπερ εὐφημιζόμενος προληπτικῶς ἀνεφώνησεν», Απόλλ. Δύσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατευφημίζω — (Α) (επιτ. τ. τού ευφημίζω) κατευφημώ*, εγκωμιάζω, πλέκω εγκώμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημίζω «λέγω καλά λόγια»] …   Dictionary of Greek

  • ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… …   Dictionary of Greek

  • ευφημιστής — ο [ευφημίζω] αυτός που χρησιμοποιεί ευφημίες, που εγκωμιάζει, που επαινεί …   Dictionary of Greek

  • συνευφημίζω — Μ [εὐφημίζω] επευφημώ συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵՀԱՄԲԱՒԵՄ — (եցի.) NBH 1 451 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 9c, 10c, 12c, 13c ն. εὑφημέω, εὑφημίζω celebro, laudo Բարեհռչակել, ներբողել, գովել. եւ Օրհնել. *Զաշխարհս մեր բարեհամբաւեսցուք. Խոր. հռիփս.: *Բարեհամբաւելով ընդ ամենայն տիեզերս. Պիտ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”